τουρλόπαπας

τουρλόπαπας
ο, Ν
1. παπάς με χοντρή κοιλιά
2. το πουλί τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τούρλα + παπάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουρλόπαπας — ο 1. κοιλαράς παπάς: Φεύγετε να φεύγουμε γιατ έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του (δημ. τραγ.). 2. το πουλί τσαλαπετεινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”